Αυτό που απασχολεί πολλούς ανθρώπους είναι να παρέχουν μια πραγματικά αποτελεσματική πνευματική θεραπεία με την προσευχή, να παρέχουν πνευματική εργασία που θεραπεύει. Πώς θα μπορούσαμε όχι μόνο να πετύχουμε κάτι τέτοιο, αλλά και να έχουμε καλύτερα αποτελέσματα;
Η πιο δυνατή πνευματική θεραπευτική εργασία δεν αρχίζει με την υπόθεση ότι μία ιδιαίτερα ενοχλητική κατάσταση, που είναι επίμονη, είναι σταθερή πραγματικότητα και πρέπει κατά κάποιο τρόπο να αγνοηθεί,. Ξεκινά με την αναγνώριση του Θεού, της αμόλυντης φύσης Του και της τέλειας φροντίδας που έχει για τη δημιουργία Του. Και η καλύτερη θεραπευτική εργασία βρίσκεται ακριβώς εκεί, με το Θεό. Η ουσιαστική θεραπευτική εργασία είναι μία επικοινωνία με το Θεό, μία σίγουρη επιβεβαίωση της πραγματικότητας ότι ο Θεός και τα παιδιά Του είναι αγνά και τέλεια και μας κρατά άγρυπνους από το βαθύ ύπνο και το όνειρο ότι η ζωή βρίσκεται στην ύλη.
Η εφαρμογή της πνευματική εργασίας αρχίζει από την κορυφή του βουνού – τη διαβεβαίωση ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών. Αφήνει πίσω την κοιλάδα της ανθρώπινης άποψης και τη μαρτυρία της σωματικής αίσθησης. Από την κοιλάδα, κοιτάμε προς τα πάνω. Από την κορυφή του βουνού, κοιτάμε κάτω. Όταν κοιτάμε από την κοιλάδα προς τα πάνω, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι έχουμε μπροστά μας να κάνουμε μια φοβερή αναρρίχηση – κάποια ασθένεια που έχει πάρει μεγάλη δημοσιότητα, μια οικονομική κατάσταση που φαίνεται ότι δεν έχει ελπίδα, απογοητευτικές επαγγελματικές συνθήκες, ή μια κλονισμένη προσωπική σχέση – θέματα, για τα οποία πρέπει να αγωνιστούμε και να νικήσουμε. Κοιτάζοντας από την κορυφή, βλέπουμε ένα ατέλειωτο τοπίο γεμάτο υποσχέσεις: την πανταχού παρουσία του Πνεύματος που αποκλείει όλη την ύλη, που επικηρύσσει όλη τη δυσαρμονία. Και τι θα μπορούσε να είναι πιο δυνατό από αυτό;
Η ηθική της μεταφυσικής πνευματικής εργασίας είναι συγκεκριμένη. «Είναι νοερή αγυρτεία να κάνεις την αρρώστια πραγματικότητα – να υποστηρίζεις ότι είναι κάτι που βλέπει κανείς και αισθάνεται – και έπειτα να επιχειρείς να τη θεραπεύσεις με το Νου», διαβάζουμε στο κεφάλαιο ‘Εφαρμογή της Χριστιανικής Επιστήμης’ (σελ.395) στο εγχειρίδιο Επιστήμη και Υγεία με Κλειδί των Γραφών, γραμμένο από την Mary Baker Eddy. «Είναι εξίσου εσφαλμένο να πιστεύεις στην πραγματική ύπαρξη ενός όγκου, ενός καρκίνου ή σε καταστραμμένους πνεύμονες, ενώ καταπολεμάς την πραγματικότητά τους, όσο είναι και για τον άρρωστό σου να αισθάνεται τα νοσήματα αυτά σαν σωματική δοξασία. Η νοερή εφαρμογή που θεωρεί την αρρώστια σαν μια πραγματικότητα, κολλάει την αρρώστια πάνω στον άρρωστο και έτσι μπορεί να εκδηλωθεί αυτή με μια μορφή πιο ανησυχητική».
Η πνευματική εργασία που θεραπεύει, εφαρμόζεται σε οτιδήποτε, οπουδήποτε υπάρχει πραγματική ανάγκη θεραπείας. Χωρίς αμφιβολία παύει την ασθένεια και ότι δεν είναι τέλειο, καθώς είναι η πραγματικότητα για τον καθένα στον αληθινό του εαυτό, οποιαδήποτε στιγμή. Η ιδανική πνευματική εργασία δεν είναι πράγματι μια ανθρώπινη διαδικασία, η οποία απλώνεται σε κάποιο χρονικό διάστημα. Μάλλον εκφράζει την αμεσότητα της θείας δύναμης. Ο Χριστιανός θεραπευτής, σε επικοινωνία με το Θεό, αντιλαμβάνεται την αψεγάδιαστη φύση της δημιουργίας του Θεού. Αυτή η αγνή συνείδηση, που αντανακλά τον ένα Νου, είναι κατά κάποιο τρόπο σαν το πεντακάθαρο τζάμι του παραθύρου που αφήνει να περνά χωρίς εμπόδιο το φως και η πραγματικότητα του Νου, του Θεού. Και κατανοούμε ότι δεν είμαστε εμείςπου πραγματικά κάνουμε κάτι – ο Θεός κάνει τα πάντα και είναι τα Πάντα.
Η σωστή πνευματική εργασία βρίσκει ικανοποίηση και έχει έντονο το αίσθημα ότι η τελειότητα όλου του είναι, είναι τώρα γεγονός απ’ άκρη σε άκρη του σύμπαντος. Βάζει στην άκρη τη νοερή προσπάθεια να διορθώσει την ύλη ή να διαχειρισθεί ανθρώπινες καταστάσεις. Χαίρεται με την απεραντοσύνη του Θεού, του καλού, που φροντίζει τα πάντα. Δε μάχεται απλά τις δοξασίες, αλλά αναγνωρίζει τη μοναδικότητα του Νου και της πνευματικής του ιδέας. Δεν είναι μια ανθρώπινη διαδικασία, είτε δύσκολη, είτε όχι.
Μερικές φορές η γλώσσα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σχετικά με τη θεραπευτική εργασία, αφήνει να φανεί ότι από μια άποψη μπορεί να την αποδυναμώνει. Αντί, για παράδειγμα, να δώσουμε έμφαση στο θέμα ότι «εργαζόμαστε πάνω σε ένα πρόβλημα», θα είναι καλύτερα να την αναβαθμίσουμε, με τη βεβαιότητα ότι παραμένουμε σταθερά στην αλήθεια, πράγμα το οποίο είναι μια σημαντική αλλαγή. Ή θα μπορούσαμε να πούμε ότι εργαζόμαστε πάνω σε ένα πρόβλημα μένοντας στην αλήθεια – δηλαδή ότι αναγνωρίζουμε την ένωσή μας με την Αλήθεια, το Θεό. Η σωστή πνευματική εργασία δε δένεται με το πρόβλημα, αλλά απομακρύνεται από αυτό, κοιτάζοντας την τέλεια πραγματικότητα όλου του είναι. Η πνευματική θεραπευτική εργασία είναι απόλυτα επιτυχημένη και εντελώς αναβαθμισμένη καθώς φεύγουμε από την αίσθηση της σωματικής κατάστασης που πρέπει να θεραπευτεί. Μέχρι να φθάσουμε σε αυτό το σημείο, η εργασία μας, η οποία βασίζεται στην προσευχή, δεν είναι ολοκληρωμένη.
Ανυψώνουμε τη θεραπευτική προσευχή, όταν εμποδίζουμε τον εαυτό μας να παρασυρθεί, να εφαρμόσει τη θεραπευτική εργασία σε συγκεκριμένο σημείο του ανθρώπινου σώματος. Ας πούμε, ότι ένας φίλος μας ζητά να εργασθούμε πνευματικά, γιατί έχει πρόβλημα με το αριστερό του πόδι, προσθέτοντας ότι η πλάτη του χρειάζεται κάποια προσοχή και έχει κάποια δυσκολία με το επάνω μέρος του κεφαλιού του – όλα αυτά με κάθε λεπτομέρεια. Αυτή η σαφής περιγραφή των συμπτωμάτων μπορεί να είναι αρκετά φυσιολογική από την πλευρά του φίλου μας. Αλλά ο πνευματικός θεραπευτής πρέπει να είναι προσεκτικός, ώστε τέτοιου είδους επισημάνσεις να μην τραβούν την προσοχή του στην πραγματική κατάσταση του σώματος. Θα πρέπει να αποφεύγουμε κάθε πειρασμό να εφαρμόσουμε κάποιο είδος νοερού νάρθηκα στο πόδι ή κάπου αλλού, γιατί αυτό μας στρέφει σε λανθασμένη κατεύθυνση. Οι υποτιθέμενες ενοχλήσεις του υλικού σώματος μπορούν, ομολογουμένως, να είναι εξαιρετικά έντονες στον ασθενή. Αλλά μια ταλαιπωρημένη σωματική κατάσταση δεν θα παρέμενε έντονη σε κάποιον που ζητά να βοηθηθεί με μεταφυσική εργασία.
Δεν θα έπρεπε, και δεν χρειάζεται να απεικονίζουμε το υλικό σκηνικό. Συνεχίζουμε την πνευματική ακεραιότητα της προσευχής μας, όταν δεν ολισθαίνουμε προς τη φαντασία. Ασχολούμαστε πνευματικά και επιστημονικά με τη φλεγμονή, το κάταγμα, το εξάνθημα ή οτιδήποτε άλλο, όχι σαν να είναι μια εικονική κατάσταση, αλλά σαν λανθασμένο επιχείρημα, όσον αφορά την ταυτότητα της άυλης ομοιότητας με το Θεό.
Είναι πρωταρχικής σημασίας να υποβαθμίζουμε και να διαλύουμε τους φόβους του ασθενή. Αυτό θα μπορούσε να εμποδιστεί, εάν νοερά εκθέταμε στον εαυτό μας ότι αυτό που αισθάνεται ο ασθενής είναι λανθασμένο. Στην πραγματικότητα δεν είναι η δοξασία του ίδιου του ασθενή – είναι η δοξασία και η νοερή εικόνα της θνητής σκέψης γενικά, ακόμη κι όταν φαίνεται να ανήκουν σ’ αυτόν που υποφέρει, ο οποίος ίσως το παρουσιάζει πιο περιγραφικά. Αν προσπαθούσαμε να καταλάβουμε εικονικά τι είναι λανθασμένο, μπορεί να διακινδυνεύαμε τη δική μας αναγκαία έλλειψη φόβου και να αποδυναμώναμε την εμπιστοσύνη μας στη δύναμη του Θεού.
Ανυψώνουμε την πνευματική εργασία καθώς βάζουμε κατά μέρος τις πληροφορίες που μας δίνουν οι πέντε αισθήσεις – οι καλύτερες είναι πλάνοι πληροφοριοδότες και ψευδείς προφήτες. Αν και φαίνονται επιφανειακά ότι είναι ακίνδυνες και τόσο αθώες σαν πρόβατα, οι πέντε ψεύτες δεν είναι ακίνδυνοι και αθώοι για τον πνευματικό θεραπευτή, αφού οι περιγραφές τους και οι ειδήσεις για την υλική κατάσταση και ενόχληση μπορεί να επιμένουν. Η Βίβλος επισημαίνει τον κίνδυνο: «Προσέχετε δε από των ψευδοπροφητών, οίτινες έρχονται προς εσάς με ενδύματα προβάτων, έσωθεν όμως είναι λύκοι άρπαγες» (Ματθαίος, 7:15).
Για να επιφέρουμε μεταφυσική θεραπεία, αποφεύγουμε την πειθώ των αισθήσεων, ότι ο άνθρωπος του Θεού ζει και υποφέρει στην ύλη. Ούτε για μια στιγμή δεν πιστεύουμε ότι πρέπει ο άνθρωπος να βγει από την ύλη ή η ύλη να βγει από τον άνθρωπο, αφού αυτή δεν ήταν ποτέ η κατάσταση και δεν είναι ούτε τώρα. Η αληθινή ταυτότητα είναι πνευματική, έχοντας την ύπαρξή της στο Πνεύμα. Πρέπει να αρνηθούμε την ιστορία των πέντε αισθήσεων ότι ο καθένας είναι ένας άρρωστος θνητός, αποκαλύπτοντας το ψέμα ότι κάποιος ή κάποια είναι μια προσωπικότητα με κακή σωματική κατάσταση. Τέτοιες υποθέσεις θα μπορούσαν να είναι εξαιρετικά καταστροφικές, εάν θεωρήσουμε ότι είναι πραγματικές. Είναι η ουσία όλης της συμφοράς. Ο θεραπευτής, επειδή αντιλαμβάνεται την άμεμπτη φύση της δημιουργίας του Θεού, επιβεβαιώνει ότι αυτές οι υποθέσεις είναι εντελώς εσφαλμένες.
Επειδή ο Χριστός, η πάντα παρούσα δύναμη της θεραπευτικής Αλήθειας, είναι η δυναμική της πνευματικής εργασίας, η εργασία απευθύνεται όπου χρειάζεται – ακόμη κι όταν υπάρχει μια ήπειρος ανάμεσα στον πνευματικό θεραπευτή και τον ασθενή. Δεν υπάρχουν αντίθετα ρεύματα της θνητής δοξασίας για να θέσουν εκτός πορείας την πνευματική θεραπεία. Τη μόνη επίδραση που δέχεται, είναι αυτή που χωρίς δισταγμό δίνει ο Χριστός για πάντα.
Η πνευματική εργασία που βασίζεται πνευματικά και επιστημονικά – όπως θεμελιώθηκε με τη Βίβλο και αποδείχθηκε από τον Χριστό Ιησού – έχει ένα τόνο εμπιστοσύνης παρά τις όποιες προκλήσεις προβάλει η θνητή αίσθηση. Πάντα υπάρχει μία ανθρώπινη λύση διότι υπάρχει μία θεία λύση. Η λύση είναι, ουσιαστικά, ότι ο Θεός είναι παντοδύναμος και είναι το παν. Αυτό είναι το μεγάλο ξεδίπλωμα της θνητής πολυπλοκότητας. Υπάρχει μια αξιόπιστη οδηγία για την ανυψωμένη πνευματική εργασία: «Πρέπει να καταλάβουμε καλά ότι η νοερή δύναμη έχει την ικανότητα να εξουδετερώνει τις ανθρώπινες παρανοήσεις και να τις αντικαθιστά με τη ζωή που είναι πνευματική, όχι υλική» (Science and Health, σελ.428).
Μια στερεά πνευματική εργασία εκφράζει, όχι τις δειλές ανθρώπινες δοξασίες, ή τις απλές ωραίες θετικές σκέψεις, αλλά τις γεμάτες με δύναμη ιδέες που έρχονται από το Θεό, και τίποτα δεν μπορεί να ανατρέψει τον σκοπό τους. Η νοερή δύναμη που θεραπεύει δεν γεννιέται μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση, είναι το αποτέλεσμα του ενός παντοδύναμου Νου, του Θεού. Οπλισμένοι με την αληθινή νοερή δύναμη – την πραγματική παρουσία του αιώνιου Νου – μπορούμε να παρατηρήσουμε την τελειότητα που ο Νους μαρτυρεί χωρίς διακοπή. Και η δική μας μαρτυρία σ’ αυτή την τελειότητα του Νου, παρουσιάζεται στην ανθρώπινη εκτίμηση ως θεραπεία.