Εάν υπάρχει κάτι που οδηγεί την σκέψη μας και τις ενέργειές μας, αυτό είναι η αίσθηση ταυτότητας που έχουμε. Εάν θεωρούμε τους εαυτούς μας νοήμονες, όταν αντιμετωπίζουμε κάποιο πρόβλημα, μάλλον χαιρόμαστε παρά τρέμουμε μπροστά στην πρόκληση. Αυτό είναι μια μεγάλη ένδειξη για την ελευθερία και την δύναμη που έρχονται με την κατανόηση της πνευματικής μας ταυτότητας. Ειδικά όταν συνειδητοποιούμε ότι αυτή είναι η μόνη ταυτότητα που έχουμε.
Και έχουμε το πιο μεγάλο παράδειγμα, αυτό του Ιησού. Ο δάσκαλος του Χριστιανισμού προφανώς είχε μια εντελώς διαφορετική αντίληψη της ταυτότητας από αυτούς που υπήρχαν γύρω του. Δεν υπήρχε τίποτα ανθρώπινο στην δύναμη που ασκούσε. Μπορούσε να θεραπεύει τους αρρώστους και να μεταμορφώνει τις ζωές των αμαρτωλών. Γι’ αυτό, αν έχουμε αποφασίσει να αρχίσουμε, έστω, να ακολουθούμε το έργο του στη γη – να αποδεικνύουμε το πνεύμα του Χριστού έχοντας την ίδια αντίληψη για την ταυτότητά μας που είχε και ο Χριστός Ιησούς – τότε πρέπει να έχουμε άποψη του τι αυτή η ταυτότητα συνεπάγεται.
Μεταμορφώνοντας το μοντέλο αυτού που νομίζουμε ότι είμαστε
Δεν είναι αρκετό να είμαστε οι πιο αφοσιωμένοι πιστοί, να μελετούμε την Αγία Γραφή και να κάνουμε καλές πράξεις. Αν, παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούμε να είμαστε «μόνο ανθρώπινοι», τα πράγματα θα προχωρήσουν ακολουθώντας μια καθαρά ανθρώπινη αίσθηση καλοσύνης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η αληθινά μεταμορφωμένη φύση μιας καθαρά πνευματικής αίσθησης της ταυτότητας δεν μπορεί να λειτουργήσει στην πραγματοποίηση της θεραπείας, διότι η ταυτότητα είναι ακόμη περιορισμένη στα όρια της ανθρώπινης προσωπικότητας, όσο «καλή» αυτή μπορεί να είναι.
Πέρασα πολλές δεκαετίες προσπαθώντας να βρω τρόπο να βγω από αυτό το ανθρώπινο δίλημμα- αλλά χωρίς επιτυχία. Αλλά αφότου γνώρισα την Χριστιανική Επιστήμη, έγινε σαφές ότι η επιθυμία μας να έχουμε τον νου που «είχε και ο Χριστός Ιησούς» (Φιλιπ.2:5) απαιτεί κάτι περισσότερο από μια πνευματική άσκηση. Αλλιώς, κάθε αφοσιωμένος Χριστιανός στη γη θα είχε πετύχει ότι κι’ ο Ιησούς Χριστός. Συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν απλά η προσπάθεια να αλλάξω ή να βελτιώσω τον τρόπο που σκεπτόμουνα. Πρέπει να μεταμορφώσουμε το μοντέλο αυτού που νομίζουμε ότι είμαστε.
Οπότε, πως θα διαβούμε τα όρια της ανθρώπινης ταυτότητας και θα προχωρήσουμε προς την πνευματική που καθρεφτίζει τη θεία ταυτότητα; Αν και η απάντηση είναι εκπληκτικά απλή – μας μεταμορφώνει ριζικά. Εμείς πρέπει να δεχθούμε και να καταλάβουμε ότι κάθε τι που είναι μέσα μας είναι Αγάπη. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Η Αγάπη απαρτίζει κάθε πλευρά της ύπαρξής μας. Είναι η ταυτότητά μας. Η εμπειρία μας. Η ίδια η Ψυχή μας. Η Αγάπη είναι η ουσία του τι είμαστε.
Αρχικά, αυτό μπορεί να ακούγεται ανέφικτο και φανταστικό, γιατί δίνει την εντύπωση ότι είναι πολύ διαφορετικό από τον τρόπο που συνήθως σκεφτόμαστε τον εαυτό μας. Είναι τόσο απλός ο συλλογισμός που μας μεταμορφώνει- υπό τον όρο ότι μπορούμε να δεχθούμε την πραγματικότητα. Η πρόκληση είναι αν δεχόμαστε αυτόν τον συλλογισμό.
Η θνητή αίσθηση της ταυτότητας δίνει τη θέση της στην πνευματική
Είναι η αγάπη, η ταυτότητα μας, που σβήνει κάθε άποψη ότι είμαστε απλά θνητοί. Είναι η αποκορύφωση του πνεύματος. Μας απελευθερώνει γλυκά από μια προσωπική αντίληψη της ζωής, η οποία ποτέ δεν έχει καμία διάθεση να μεταμορφωθεί. Είναι δελεαστικό να θέλουμε να διατηρήσουμε και απλά να βελτιώσουμε την ανθρώπινη ύπαρξη. Μπορεί να έχουμε προσπαθήσει να αγαπούμε αλλά να επιμένουμε, όλο αυτό το διάστημα, να διατηρούμε μια υλική αντίληψη για μας και τους άλλους. Αυτή η υλική αντίληψη της ταυτότητας αγαπά τις προκαταλήψεις της.
Όταν ο Ιησούς είπε «μεγαλύτερα έργα τούτων θέλει κάμει, διότι εγώ υπάγω προς τον Πατέρα μου» (Ιωάν. 14:12), νοιώθω ότι εννοούσε ότι όταν η θνητή αίσθηση της ταυτότητας δίνει τη θέση της στην πνευματική, τότε το «Εγώ» έχει «πάει προς τον Πατέρα» - δηλαδή, γίνεται Αγάπη, που αυτό είναι ένα άλλο όνομα για το Θεό-και τα «μεγαλύτερα έργα» που πραγματοποίησε δεν φαίνονται πλέον ένα αδύνατο κατόρθωμα σήμερα. Γιατί; Διότι, όταν η Αγάπη είναι η ουσία της ταυτότητας μας, της ίδιας της ύπαρξής μας, βρίσκουμε αποδείξεις της Αγάπης παντού, γιατί δεν είναι πλέον η προσωπική μας δραστηριότητα αλλά η ίδια η δραστηριότητα του Θεού. Η Αγάπη αγαπά ότι βλέπει με τρυφερότητα, γιατί αυτό είναι που κάνει η Αγάπη.
Για να συμβεί αυτή η νοερή μετάβαση, πρέπει να απορρίψουμε εντελώς την θνητή αίσθηση της ταυτότητας και να αποδεχθούμε ότι η Αγάπη είναι το Εγώ μας, γιατί είναι ο «νέος οίνος» που δεν μπορεί να αποθηκευτεί «εις ασκούς παλαιούς» της θνητής αίσθησης (Ματθ.9:17). Ο Θεός, η Αγάπη, είναι πραγματικός και αιώνιος – ενώ η θνητή, προσωπική αντίληψη για την ζωή είναι φανταστική και ψεύτικη. Όσο δύσκολο κι αν είναι να το δεχθούμε, αυτή η προσωπική αντίληψη που διατηρούμε τόσο δυνατά είναι μια αυταπάτη και ποτέ δεν θα γίνει πραγματική.
Τι σημαίνει «Χριστός» εκτός από την τέλεια Αγάπη που είναι παρούσα στην εμπειρία μας, όπως και η έννοια της ταυτότητάς μας; Σύμφωνα με την Χριστιανική Επιστήμη, ο Ιησούς θα μπορούσε να πει «Εγώ και ο Πατήρ εν είμεθα» (Ιωάν.10:30), γιατί γνώριζε ότι ο ίδιος ήταν ο Γιός της Αγάπης, ή η πλήρης έκφραση. Ένοιωθε ότι η Αγάπη ήταν ότι υπήρχε στην ατομικότητά του. Ήταν η έκφραση κάθε ίνας της ύπαρξής του. Με αυτή την αίσθηση της ταυτότητας, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Ιησούς δεν ένοιωθε ότι ήταν χωριστά από το Θεό. Με τη θεία Αγάπη ως πηγή της ταυτότητάς του, δεν αποτελεί έκπληξη ότι η ζωή του εξέφραζε αυτή την Αγάπη. Ο Ιησούς δεν «προσπάθησε» να αγαπά. Η ίδιαη Αγάπη εκφραζόταν μέσα από τον Χριστό. Αυτό που είναι αξιοσημείωτο στην περίπτωση του Ιησού είναι ότι ήταν σε θέση να διατηρήσει την πνευματική του ταυτότητα, ακόμη και στο πρόσωπο της πιο μεγάλης προδοσίας. Νομίζω ότι αυτό συνέβη επειδή γνώριζε ότι ο Θεός καθόριζε αυτό που ήταν. Δεν όριζε ο ίδιος την προσωπική του φύση – και δεν έκανε καμία προσπάθεια για να την ορίσει.
Η τολμηρή απλότητα του «τι είναι αγάπη»
Είναι πολύ πιο εύκολο να αντιληφθούμε τη φύση της καθαρά πνευματικής μας ταυτότητας, όταν δεν θεωρούμε το Θεό ως πρόσωπο – μία εύκολη παγίδα να πέσουμε, ειδικά αν δεχόμαστε πως τον παρουσιάζει η Παλαιά Διαθήκη. Στην Καινή Διαθήκη, στην πρώτη του καθολική επιστολή ο Ιωάννης λέει ρητά: «ο Θεός είναι αγάπη». Αυτή η αλήθεια διώχνει όλο το μυστήριο γύρω από το Θεό – αναγνωρίζοντας ότι η Αγάπη, ο πάντοτε παρών Θεός, είναι η δική μας πηγή ταυτότητας και ύπαρξης, παρών όχι σαν πρόσωπο με ανθρώπινα χαρακτηριστικά, αλλά σαν την έκφραση της άπειρης Αγάπης, με όλες τις θεϊκές της ιδιότητες. Γνωρίζοντας ότι η Αγάπη καθορίζει κάθε πτυχή της ύπαρξής μας, τελειοποιεί κάθε έκφραση αυτής της ύπαρξης. Τα πάντα στην εμπειρία μας βελτιώνονται φυσικά κάτω από το φως της Αγάπης.
«Το να είσαι η αγάπη» , όπως είναι η ταυτότητά μας, μπορεί να είναι μια πολύ απλή ιδέα. Παρ’ όλα αυτά, στην Αγία Γραφή ο Παύλος μας προειδοποίησε να μη ξεχνάμε το παρακάτω παράδειγμα, όταν είπε: «Φοβούμαι, όμως μήπως, καθώς ο όφις εξηπάτησε την Εύαν δια της πανουργίας αυτού, διαφθαρή ούτως ο νους σας, εκπεσών από της απλότητος της εις τον Χριστόν (Κορ.Β 11:3). Όταν δεχόμαστε αυτό το παράδειγμα, ο Θεός καθορίζει κάθε πτυχή της ζωής μας. Ο Παύλος γνώριζε την ανθρώπινη τάση να περιπλέκει τα πράγματα – να επιμένει ότι η ευτυχία και ασφάλειά μας εξαρτώνται από τον προσωπικό μας έλεγχο και από τα αποτελέσματα που έχουμε σχεδιάσει για τον εαυτό μας.
Αρκετά χρόνια πίσω, θα συμφωνούσα – και θα παρέμενα σ’ αυτή την περιορισμένη έννοια του ελέγχου. Αλλά τώρα, βλέπω πόσο καλύτερα οργανώνει τη ζωή μου η Αγάπη, από μένα. Γι’ αυτό, είμαι απόλυτα ευχαριστημένος που αφήνω την Αγάπη να καθορίζει τη ζωή μου, που αφήνω το Θεό να μου δίνει την «βασιλείαν» (Λουκ.12:32). Στην πραγματικότητα, συνειδητοποιώ ότι ήδη μου έδωσε τη βασιλεία. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από την αιώνια Αγάπη.