Πριν από μερικά χρόνια, βίωσα μία δραματική αλλαγή στο περιβάλλον των πλησιέστερων συγγενών μου. Η μαμά μου και έξι αδέλφια της ή σύζυγοί τους αποδήμησαν, μέσα σε διάστημα δυόμισι ετών.
Αυτοί ήταν άνθρωποι με τους οποίους είχα δειπνήσει και συνταξιδεύσει και τους οποίους θαύμαζα διότι είχαν ζήσει με αξιοπρέπεια και πολλή αγάπη την ζωή τους. Ωστόσο, πράγμα αξιοπαρατήρητο, δεν αισθανόμουν θλίψη. Μία όλο και πιο ενσυνείδητη βεβαιότητα για το ότι η αιώνια ζωή του καθενός μας είναι ασφαλής στον Θεό, με απάλλασσε από κάθε αίσθηση οριστικού χωρισμού. Έβλεπα ότι η θλίψη δεν περιλαμβάνεται στο σχέδιο του Θεού για μένα ή οποιονδήποτε άλλον. Η Βίβλος υπόσχεται ότι: «και να γνωρίσητε την αγάπην του Χριστού, την υπερβαίνουσαν πάσαν γνώσιν, δια να πληρωθήτε με όλον το πλήρωμα του Θεού» (Προς Εφεσίους, 3:19). Το να υποφέρει κανείς δεν περιλαμβάνεται σε αυτή την πληρότητα.
Στον Ψαλμό, 30:5, διαβάζουμε «Το εσπέρας, δύναται να συγκατοικήσει κλαυθμός. Αλλά το πρωί, έρχεται αγαλλίασις». Την λέξη «εσπέρας», την καταλαβαίνω σαν την στιγμή εκείνη που το κακό μοιάζει να πνίγει στην σκιά του την καλοσύνη του Θεού. Μπορεί να κάνει μία κατάσταση να μοιάζει απελπιστική και μη αναστρέψιμη. Όμως, εκεί, στην δεύτερη πρόταση του Ψαλμού, υπάρχει η υπόσχεση πως η χαρά έρχεται το πρωί.
Η μετάβαση από την θλίψη στην χαρά επέρχεται, με φυσικότητα, καθώς το πνεύμα του Χριστού ανατέλλει στην σκέψη μας.
Αυτό σημαίνει πως θα αισθανθούμε χαρά εάν, κυριολεκτικά, περιμένουμε την ανατολή; Χρειάζεται, απλώς, να περάσει χρόνος μέχρις ότου όλα να τακτοποιηθούν;
Μερικές φορές, φαίνεται ότι θα ήταν ευκολότερο αν, απλώς, χρειαζόταν να περιμένουμε λίγο, αλλά στην πραγματικότητα, το να ξεπεράσουμε την θλίψη δεν έχει να κάνει τίποτα με το πέρασμα του χρόνου. Απαιτείται αλλαγή σκέψεως, να γίνει η σκέψη μας πνευματικότερη – να ανοίξουμε τα μάτια μας και να δούμε το πνευματικό φως της θείας Αλήθειας – εστιάζοντας όχι στην προφανή θνητή κατάσταση, αλλά, στην αθάνατη και παρούσα πραγματικότητα του Θεού.
Η μετάβαση από την θλίψη στην χαρά επέρχεται, με φυσικότητα, καθώς το πνεύμα του Χριστού ανατέλλει στην σκέψη μας. Εδώ, χρειάζεται η προσευχή. Αρχίζουμε επιβεβαιώνοντας την απόλυτη αλήθεια για τον Θεό. Στο πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως, διαβάζουμε «Και είδεν ο Θεός πάντα όσα εποίησεν και, ιδού, ήσαν καλά λίαν» (στίχος 31ος). Ότι δεν εναρμονίζεται με αυτόν τον κανόνα της πνευματικής δημιουργίας, δεν προέρχεται από τον Θεό και δεν έχει πραγματική υπόσταση. Η φαινομενική παρουσία του είναι παροδική και εξασθενίζει καθώς η κατανόησή μας της θείας πραγματικότητας γίνεται διαυγέστερη. Καθώς, πληρέστερα και βαθύτερα, αντιλαμβανόμαστε τον Θεό ως άπειρο και αγαθό, αρχίζουμε να βιώνουμε την ανατολή της πνευματικής πραγματικότητας, στην ζωή μας.
Ίσως, υπάρξουν φορές, που θα πρέπει να εμμείνουμε σε αυτές τις βασικές αλήθειες, για να αναστρέψουμε την θλίψη. Αυτή η τάση προς την κατάθλιψη, ίσως, παρουσιαστεί σαν φυσική και αναπόφευκτη, ακόμα-ακόμα και σαν απαραίτητη. Όμως, ανεξαρτήτως του πόσο δικαιολογημένη μοιάζει, η θλίψη δεν αποτελεί το σχέδιο του Θεού για μάς. Είμαστε τα αγαπημένα παιδιά του Θεού και το θείο έλεος μάς λούζει, διαρκώς.
Εδώ, καθίσταται ουσιαστική η δέσμευσή μας να προσευχόμαστε, λεπτό προς λεπτό, για μας και για τον κόσμο. Στο κεφάλαιο, με τίτλο « Επαγρύπνησις στο καθήκον», που περιλαμβάνεται στο Εκκλησιαστικό Εγκόλπιο της Μητέρας Εκκλησίας, η Μαίρη Μπέϊκερ Έντυ γράφει «Έκαστον μέλος της εκκλησίας ταύτης θα έχει το καθήκον να προασπίζει τον εαυτόν του, καθημερινώς, κατά επιθετικής νοερής υποβολής και να μην καθίσταται επιλήσμων ή αμελής του καθήκοντός του προς τον Θεόν, την ηγέτιδά του και τον κόσμον» (σελ.42). Εδώ, αποσαφηνίζεται ότι δεν επιτρέπεται να είμαστε παθητικοί στην υπεράσπισή μας έναντι της δοξασίας ότι η δυσαρμονία και η θλίψη αποτελούν τμήμα της υπάρξεώς μας. Η συνετή αυτή υπεράσπισή μας μπορεί να λαμβάνει χώρα οποτεδήποτε και οπουδήποτε μπορεί να ξεκινήσει, το πρωί, καθώς εξαγνίζουμε, ευλαβικά, την σκέψη μας, καλλιεργώντας την δεκτικότητά μας στον Λόγο του Θεού. Μπορεί να συνεχισθεί, μέσα στην ημέρα είτε καθώς πηγαίνουμε στην δουλειά, εργαζόμαστε στον κήπο μας ή πληρώνουμε λογαριασμούς.
Ο Απόστολος Παύλος μάς ζητά να « προσευχόμεθα αδιαλείπτως» και συνεχίζει με την συμβουλή, «χαίρετε εν παντί» ( Προς Θεσ/κείς 5: 16,17 ). Κατά καιρούς, ίσως, μοιάζει αδύνατον να «χαίρομεν εν παντί», αλλά αυτή είναι η βιβλική απαίτηση- και η υπόσχεση του Θεού προς εμάς. Με βοηθά να καταλάβω ότι, ακόμα και σε δύσκολες στιγμές, μπορούμε να βρούμε κάτι για το οποίο είμαστε ευγνώμονες, επιβεβαιώνοντας ότι ο Θεός είναι η πηγή κάθε καλού και αληθινού – μεγαλύνοντας τον Θεό. Έχω καταλάβει ότι το να μεγαλύνω το καλό που βλέπω, με σταθερότητα – δηλαδή, το να αποδέχομαι την παρουσία της αγάπης του Θεού, στην εμπειρία μου – διώχνει την θλίψη.
Βεβαίως, μού λείπει το γεγονός ότι δεν μπορώ να μοιραστώ την καθημερινότητά μου με την μαμά μου, τον θείο και τις θείες μου, όμως η νοσταλγία αυτή μετριάζεται χάριν στην ευγνωμοσύνη μου για το ότι ευλογήθηκα να τους έχω, στην ζωή μου, και πάνω από όλα, χάριν στην κατανόησή μου ότι ο ένας Θεός, το καλό, δίνει σε όλους μας απεριόριστη ζωή και χαρά. Προσπαθώ να μεγαλύνω τον Κύριο, εκφράζοντας ευγνωμοσύνη για την ζωή τους, δηλαδή, για την έκφρασή τους των πνευματικών ιδιοτήτων. Αυτή η ευλαβική προσέγγιση έχει ελευθερώσει την σκέψη μου για να δεχθεί τον θεράποντα Παράκλητο, πράγμα το οποίο μού έχει φέρει χαρά και συνεχίζει να με συντροφεύει, κάθε μέρα. Είμαι πολύ ευγνώμων για την δύναμη και την απαλλαγή από την θλίψη, που έχω λάβει, στρεφόμενη στον Θεό, καθημερινά, ευλαβικά με την προσευχή μου.
Όσες φορές κι αν οδηγηθήκαμε να πιστέψουμε ότι η θλίψη είναι ο νικητής, μπορούμε να συνεχίσουμε να στρεφόμαστε στην θεία Αγάπη, τον Θεό, για να θρυμματίσει την μέγγενη της λύπης και της θλίψης.