Με τόσες αναφορές για βάσανα και πόνο, ανά τον κόσμο, δεν είναι να απορούμε που, κάποιες φορές, τον βρίσκουμε να κτυπά και την δική μας νοερή πόρτα. Τέτοιες στιγμές, μας βοηθάει να θυμηθούμε ότι δεν είμαστε αβοήθητα θύματα. H Mary Baker Eddy γράφει αυτά τα εποικοδομητικά λόγια στο βιβλίο της Επιστήμη και Υγεία με Κλειδί των Γραφών: «Διώξε τη δοξασία ότι είναι δυνατόν να αισθάνεσαι έστω και έναν παρείσακτο πόνο που να μη μπορεί να αποκλεισθή από τη δύναμη του Νου, και μ’ αυτό τον τρόπο μπορείς να εμποδίσης την ανάπτυξη του πόνου στο σώμα» (σελ.391).
Αυτή η παραίνεση βασίζεται στο ότι, σε αντίθεση προς ό,τι βλέπουμε, στην πραγματικότητα είμαστε δημιουργίες του Πνεύματος, άρα, πνευματικοί διότι ο Θεός, ο οποίος είναι Πνεύμα, δημιούργησε το σύμπαν, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου. Δεν είμαστε θνητοί. Αυτός είναι ο πνευματικός νόμος δια του οποίου αποδεικνύουμε την ελευθερία μας από τις απαιτήσεις της θνητότητας, οι οποίες εμπεριέχουν πόνο. Η αναγνώριση της παρούσας πραγματικότητας για την ύπαρξή μας,- ότι, δηλαδή, είμαστε δημιουργημένοι από τον Θεό, δηλαδή, δημιουργημένοι από το Πνεύμα, δημιουργημένοι από την Αρχή, δημιουργημένοι από την Αγάπη – μας δίνει την αναγκαία εξουσία για να αντιμετωπίσουμε τον πόνο.
Άρα, αν ο πόνος δεν είναι υπαρκτός, από πού έρχεται; Ο πόνος είναι μέρος της αποδοχής ότι υπάρχει μία πραγματικότητα πέραν του Θεού και της πληρότητάς Του, μία παραδοχή, την οποία η Mary Baker Eddy ονομάζει στο Επιστήμη και Υγεία με κλειδί των Γραφών «θνητός νους» (σελ.591). Δηλαδή, μπορούμε να θεωρήσουμε τον πόνο σαν μία προβολή του θνητού νου. Είναι σαν να βλέπουμε μία ταινία στον κινηματογράφο. Βλέπουμε όλων των ειδών τα πράγματα να προβάλλονται στην οθόνη. Οι ήχοι και οι εικόνες, που προβάλλονται ,μπορούν να μας κάνουν να γελάσουμε ή να κλάψουμε. Αλλά, δεν είναι ποτέ πραγματικές. Είναι μόνον εικόνες, που προβάλλονται στην σκέψη μας. Το ίδιο και ο πόνος- είναι μία προβολή και δεν είναι η σκέψη μας ή το βίωμά μας.
Η Mrs. Eddy, που πάντα διάλεγε προσεκτικά τις λέξεις της, επέλεξε το ρήμα «εισβάλλω» όταν αναφερόταν στον πόνο, στο προαναφερθέν χωρίο. Όταν αναγνωρίσουμε ότι ο πόνος δεν είναι μία πραγματική κατάσταση αλλά μία έξωθεν υποβολή, ανεπιθύμητη και στην πραγματικότητα ανίσχυρη, αποκτούμε το θάρρος να κλείσουμε τον «προβολέα» ή την πίστη σε μία δύναμη αντίθετη προς το καλό. Υιοθετώντας με θάρρος αυτή την στάση και μένοντας σταθεροί σ’ αυτήν, θα καταφέρουμε να εξαλείψουμε την παραδοχή ότι ο πόνος είναι δυνατόν να έχει αιτία, δύναμη ή παρουσία.
Το επιτυγχάνουμε κατανοώντας την «δύναμη του Νου» το παν του Θεού. Δεν υπάρχει τίποτα αληθινό ή πραγματικό πέραν της παρουσίας του Θεού, που είναι μόνον καλό. Αυτό το θεμελιώδες γεγονός είναι παρούσα πραγματικότητα στο σύμπαν. Και καθώς η γνώση αυτής της αλήθειας πληροί την συνείδησή μας, η αίσθηση οποιουδήποτε άλλου περιλαμβανομένου και του πόνου, αντικαθίσταται με την πραγματικότητα της παρουσίας της Αγάπης.
Ο πόνος θα προσπαθούσε να μας χωρίσει από τον Θεό, το καλό. Θα προσπαθούσε να μονοπωλήσει την προσοχή μας και να μας κάνει να δεχθούμε ότι κάτι δυσάρεστο όχι μόνον υπάρχει αλλά έχει και δύναμη. Βρίσκω ότι βοηθάει, όταν αντιμετωπίζω τον πόνο, να αναφωνώ: «Αρνούμαι να υπνωτισθώ. Ο Θεός μού έδοσε κυρίαρχη εξουσία και τίποτα δεν μπορεί να με εμποδίσει να την εκφράσω» (Γένεσις 1:26-28).
Βοηθάει επίσης, όταν αντιμετωπίζουμε την υποβολή του πόνου, να κατανοούμε ότι οι νόμοι του Θεού είναι ανώτεροι και υπερτερούν κάθε άλλου δήθεν νόμου. Ο Θεϊκός νόμος της αρμονίας εξαλείφει κάθε αίσθηση δυσαρμονίας. Κάθε τι διαφορετικό προς το καλό εκμηδενίζεται από τον νόμο του Θεού. Ο θείος νόμος της Αγάπης εκμηδενίζει τα αποτελέσματα του φόβου και του μίσους. Ο θείος νόμος της Ζωής εξαλείφει κάθε ιδέα θανάτου. Ο θείος νόμος αιτίας-αποτελέσματος αντιμετωπίζει κάθε πίστη σε μία αιτία διαφορετική από το καλό.
Αυτοί οι θείοι νόμοι είναι, πάντα, ενεργοί. Είναι πάντα σε λειτουργία. Τους γνωρίζουμε. Στον Ιερεμία, διαβάζουμε: « θα θέσω τον νόμον μου εις τα ενδόμυχα αυτών και θα τον γράψω εν ταις καρδίαις αυτών» (31:33). Καθώς, με την προσευχή, υποτασσόμαστε στην παρουσία αυτών των νόμων, η δράση τους γίνεται φανερή, στην ζωή μας. Ο Ιησούς το εξήγησε όταν είπε: «θα γνωρίζετε την αλήθειαν και η αλήθεια θα σας ελευθερώσει» (Κατά Ιωάννην 8:32).
Ένα πρωί, κάποια χρόνια πριν, ξύπνησα με οξύτατους πόνους στο στέρνο. Κατάφερα να σηκωθώ, να καθίσω σε μία καρέκλα και ζήτησα την φώτιση του Θεού διαβάζοντας το Βιβλικό μάθημα της Χριστιανικής Επιστήμης, εκείνης της εβδομάδας. Ο πόνος δεν με άφηνε να συγκεντρωθώ και στην αρχή, το μάθημα έμοιαζε να είναι σκέτες λέξεις, που δεν μου πρόσφεραν έμπνευση.
Τότε, ένα χωρίο από το Επιστήμη και Υγεία ξεπήδησε μπροστά στα μάτια μου σαν να το φώτισε ισχυρός προβολέας. Έλεγε: «Καθώς η ανθρώπινη σκέψη περνά από διάφορες φάσεις συνειδητού πόνου και αναλγησίας, λύπης και χαράς – από το φόβο στην ελπίδα και από τη πίστη στην κατανόηση – τελικά θα φανερωθεί ότι ο άνθρωπος κυβερνάται από την Ψυχή, όχι από την υλική αίσθηση.» (σελ.125).
Άρχισα να διακρίνω ότι και ο πόνος και η έλλειψή του είναι καταστάσεις νοερές μάλλον παρά σωματικές . Επομένως, η σκέψη μου μπορούσε να μεταβεί από την αποδοχή του πόνου στην συναίσθηση της απουσίας του, στο ανώδυνο. Γιατί ; Διότι ο πόνος δεν ήταν η πραγματικότητα, αλλά μόνον η υποβολή ότι τάχα ήμουν θνητός υποκείμενος σε κάτι άλλο πέραν του Θεού και της παρηγορητικής Αγάπης Της. Ήξερα ότι ο νόμος του Θεού ενεργούσε και θα με απάλλασσε από την δυσφορία.
Θυμάμαι ότι κοίταξα έξω από το παράθυρο και είδα τον ουρανό. Η απεραντοσύνη του με έκανε να σκεφθώ την άπειρη καλοσύνη του Θεού, τον απελευθερωτή Χριστό και η σκέψη μου εξυψώθηκε όλο και περισσότερο αποκαλύπτοντάς μου την πραγματικότητα του Πνεύματος και την απαλλαγή μου από κάθε υλική κατάσταση. Καθώς αναλογιζόμουν αυτές τις αλήθειες, ο πόνος μειώθηκε και τέλος, εξαφανίστηκε. Μετά από αρκετές ώρες ,συνειδητοποίησα ότι είχα θεραπευθεί. Και ποτέ δεν ξανακύλησα ούτε στο ελάχιστο, στα τελευταία 15 χρόνια που παρήλθαν από τότε.
Η αναγνώριση της Θεόδοτης ικανότητάς μας να εξουσιάζουμε την υποβολή του πόνου, κάνει κάτι πολύ περισσότερο από το να μας απαλλάξει, απλώς, από τον πόνο, όσο σημαντικό κι αν είναι αυτό.
Μπορεί να βοηθήσει όλη την ανθρωπότητα να απαλλαγεί από το φορτίο των βασάνων. Έτσι, δεν ευλογούμαστε μόνον εμείς, αλλά συντείνουμε στο να εκπληρωθεί η υπόσχεση: « ο,τιδήποτε ευεργετεί έναν άνθρωπο, ευεργετεί όλους» (Επιστήμη και Υγεία, σελ.206).
Ντέμπορα Χιμπς
Deborah Huebsch